επιστολαγώγιο

επιστολαγώγιο
το
αμοιβή ιδιώτη για τη μεταφορά και παράδοση επιστολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + αγώγιον (< άγω). Η λ. στον λόγιο τ. επιστολαγώγιον μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Ξένο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”